μαζοφάγος

μαζοφάγος
μαζο-φάγος [φᾰ], ον, ([etym.] φαγεῖν)
A eating barley-bread, Id.Morb.2.48, Porph.Abst.1.47, Jul.Or. 6.198d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαζοφάγος — μαζοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθαρένιο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • μαζοφάγοι — μαζοφάγος eating barley bread masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζοφάγων — μαζοφάγος eating barley bread masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • μαζοφαγώ — μαζοφαγῶ, έω (Α) [μαζοφάγος] τρώγω κριθαρένιο ψωμί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”